νεολατινικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε έθνος τού οποίου η γλώσσα προέρχεται από τη λατινική, αλλ. ρομανικός 2. αυτός που αναφέρεται σε σύγχρονους όρους, κυρίως τής επιστήμης, οι οποίοι προέρχονται από την αρχαία λατινική και χρησιμοποιήθηκαν… … Dictionary of Greek
αδένωμα — Καλοήθης όγκος ενός αδένα που εμφανίζεται σε διάφορα αδενοφόρα όργανα (μαστοί, στομάχι, νεφρά, θυρεοειδής κλπ.). Ανάλογα με το μέρος όπου εμφανίζεται, παίρνει και την ονομασία του, όπως π.χ. προστατικό α., μαστικό α. κλπ. Τo α. πιέζει τους… … Dictionary of Greek
αεροβίωση — η (Βιολ.) η διαβίωση σε περιβάλλον που περιέχει ελεύθερο οξυγόνο, σε αντίθεση με την αναεροβίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < aerobiosis, νεολατινικός επιστημονικός όρος, ελληνογενής < ἀήρ, έρος + βίωσις ( η)] … Dictionary of Greek
αεροδονταλγία — η Ιατρ. οδοντόπονος που προκαλείται από τη συστολή ή τη διαστολή τού αέρα που υπάρχει κάτω από ένα σφράγισμα δοντιού, όταν η πίεση μέσα στη στοματική κοιλότητα αυξάνει ή ελαττώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < aerodontalgia, νεολατινικός επιστήμον. όρος,… … Dictionary of Greek
ρομανικός — και ρωμανικός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους λαούς οι οποίοι κατάγονται από τους Ρωμαίους, λατινογενής, νεολατινικός 2. φρ. α) «ρομανικές γλώσσες» γλωσσ. οι γλώσσες που προέρχονται από τη Λατινική και αποτελούν μια υποομάδα τού… … Dictionary of Greek
ρομανικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους σύγχρονους λατινογενείς λαούς, νεολατινικός: Ρομανικές γλώσσες (αυτές που προήλθαν από τη λατινική) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)